- σκολοπία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη, με 30 περίπου είδη αγκαθωτών δένδρων τών τροπικών περιοχών τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Αυστραλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.